φτάκοιλο

φτάκοιλο
το, Ν
το εφτάκοιλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτάκοιλο «ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μία φορά τον χρόνο», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φτάκοιλο — φτάκοιλο, το και φτακοίλι, το βλ. εφτάκοιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτακοίλι — το, Ν φτάκοιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτάκοιλο, κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • φταφόρι — το, Ν φτακοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά * με επιτ. σημ. + φόρι (< φέρω, πρβλ. εύ φορος), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. και λ. φτάκοιλο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”